- ατόλμηρος
- ἀτόλμηρος, -ον (Α)ο άτολμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτολμηρότερος — ἀτόλμηρος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμηροτέρα — ἀτολμηροτέρᾱ , ἀτόλμηρος fem nom/voc/acc comp dual ἀτολμηροτέρᾱ , ἀτόλμηρος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)